χρωμιούχος

χρωμιούχος
ος, ο[ν] хим. содержащий хром, хромистый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "χρωμιούχος" в других словарях:

  • χρωμιούχος — α, ο, Ν χημ.. (για χημική ένωση) αυτός που περιέχει χρώμιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρώμιο + ούχος* (< έχω), πρβλ. χλωρι ούχος] …   Dictionary of Greek

  • χρωμιούχος — α, ο αυτός που περιέχει χρώμιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κεμμερερίτης — Ορυκτό, γνωστό και ως χρωμιούχος χλωρίτης με χημικό τύπο Mg5(Al,Cr)2Si3O10(OH)8. Κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα σχηματίζοντας εξάπλευρα σχήματα. Παρουσιάζει σκληρότητα 2 2,5 στην ορυκτολογική κλίμακα και ειδικό βάρος 2,64 g/cm3. Έχει βαθύ… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»